Απόσπασμα 24

in original language { Z213: EXIT }

Kανεις δεν ερχεται πισω μου. Σιγουρα με εχουν ξεχασει. Εδω δε θα ερθει ποτε κανεις να με βρει. Δε θα μπορεσει ποτε να με βρει. Κανεις ποτε. Κι ουτε καταλαβαν οταν εφυγα τιποτα. Δε με προσεξαν δεν εδωσε σημασια δε θυμαται κανεις. Τωρα δε θα θυμουνται ποτε ουτε πως. Ουτε εγω. Ιχνη μονο αοριστη μνημη κι αυτες οι εικονες οταν κοιταζω τι εγραψα, ιχνη βηματων πανω στη λασπη πριν αρχισει να βρεχει ξανα. Αβεβαιες εικονες του δρομου και σκεψεις μισολογα, κι αν τα διαβασεις διχως ονοματα δε θα καταλαβεις, θα μπορουσε να ειναι οπουδηποτε, κι υστερα με κανεναν δε μιλησα κι οσοι με ειδαν αποκλειεται να με θυμουνται. Καθε τοσο ενα προσωπο που φαινεται γνωριμο, απο αλλο καιρο, καποιος σε κοιταξε, τον γνωρισες, οχι, το κομματι ενος αλλου σε ενα αγνωστο προσωπο. Η ο ρυθμος των βηματων που ακουγονται πισω σου, ο ρυθμος των δικων σου βηματων, που νομιζεις καμια φορα πως σε ακολουθουν, οταν εσυ σταματας σταματουν, η για μια στιγμη νομιζεις πως ερχεται πισω σου, η νομιζεις πως καποιος αναπνεει πισω απ’ την πορτα και τωρα θα μπει. Κι υστερα τιποτε, κι υστερα παλι ξανα, και γυρνας ξαφνικα το κεφαλι σα να τον ακουσες. Ομως κανεις. Εισαι μακρια, δε σε ξερει κανεις, δε θελει κανεις να σε βρει, δε σε ψαχνει κανεις. Κι αυριο θα εισαι αλλου ακομη μακρυτερα, ακομη πιο δυσκολο ακομη κι αν εστελναν καποιον. Δε ξερουν το δρομο και μεχρι να μαθουν εσυ εχεις φυγει αλλου. Ξερουν να ψαχνουν αλλα δεν ξερουν το δρομο. Και να εχουν ξεκινησει απο καπου θα ειναι ακομα πολυ μακρια. Και δεν θα ειναι πολλοι. Ισως μονο ενας. Ενας σαν ολοι μαζι. Ιδια ματια που ψαχνουν, ιδιο μυαλο που υπολογιζει την επομενη κινηση. Ιδια ποδια που τρεχουν ιδια χερια που απλωνονται. Τα αυτια που αφουγκραζονται, τα ρουθουνια πανω απ’ τη λεια. Ετσι εκαναν παντα. Δυο ματια, δυο αφτια, δυο ρουθουνια, δυο χερια, δυο ποδια. Η συμμετρια της μηχανης που σε καταδιωκει. Ενα διχτυ που σκεφτεται αποφασιζει και κινειται μπροστα. Το κεφαλι ενα αγκιστρι το σωμα μια ζωνη. Ολοι το ιδιο. Κι εγω. Ο ενας πισω απ’ τον αλλο. Μπροστα πισω πιο πισω, ακολουθωντας το δρομο. Κι αν δεν ξερεις τρεχεις μπροστα ετσι κι αλλιως, γιατι καποιος ερχεται πισω σου παντα. Αργα η γρηγορα ερχεται. Και καποτε φτανει ενα χερι που σε πιανει απ’ τον ωμο, η ενα σκουληκι που ανεβαινει στο χερι σου. Κυλαει πανω σε ενα μαξιλαρι απο σαλιο. Εμπρος. Και καθως κυλαει μεγαλωνει και τυλιγεται γυρω σου. Μια επιπεδη γλωσσα πανω στο σαλιο της με δυο ματια που σηκωνονται να σε δουν. Εσενα ισως οχι, κοιταζουν απο που βολευει να αρχισουν. Σαν αυτον που, εκεινο το βραδυ πεινουσαμε, που ειχε χαραξει ενα στομα ανοιχτο στο στομαχι του. Ετσι κι αυτο το στομαχι εχει στομα, ειναι ενα στομα που ανοιγει. Απο εκει πας αλλου, στο μεσα δρομο που ανοιγεται, στις στροφες του εντερου, εκει βεβαια εισαι αναισθητος πια, αναισθητος παιρνεις το δρομο του γυρισμου και οταν ξυπνας σε εχουν φερει παλι εκει μεσα.

other excerpts of Z213: EXIT

See details of book:
Ζ213: Έξοδος